Με φόντο τη σύγχρονη Αθήνα της κρίσης, παρακολουθούμε τρεις σπονδυλωτές ερωτικές ιστορίες, ανάμεσα σε έναν Έλληνα και έναν ξένο που βρέθηκε για κάποιο λόγο στην Ελλάδα. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, καταπιάνεται ακόμα μία φορά, μ’ αυτό που ξέρει καλά, τις αδιέξοδες ερωτικές ιστορίες. Ή μήπως όχι;
Παρακολουθώ μανιωδώς τις δουλειές του Παπακαλιάτη εδώ και μια δεκαπενταετία. Αναγνωρίζω τις αδυναμίες του, όμως για μένα ήταν πάντα αγαπημένος παραμυθάς, φανταστικές ιστορίες, υπερβολικές, με άψογη αισθητική και μουσική υπόκρουση, ένα θέαμα υψηλού επιπέδου. Όταν διάβασα το στόρι της νέας ταινίας, δαγκώθηκα. Αναρωτήθηκα για ποιο λόγο να επιλέξει ο Παπακαλιάτης να αγγίξει θέματα όπως ο φασισμός, οι μετανάστες, η κρίση. Όσο κι αν έχω λατρέψει τις δουλειές του, ένιωθα πως το να κάνει ο συγκεκριμένος δημιουργός ταινία με έντονες πολιτικές προεκτάσεις είναι σα να δίνεις στον Οικονομίδη να γυρίσει ρομαντική κομεντί. Ή ότι η αναφορά θα περιοριστεί σε μια αντιφασιστική πορεία στο φόντο ή ένα voice over όπως είχαμε δει στο “Αν”.
Και κάπου εδώ έρχεται η ταινία να με διαψεύσει. Ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης, χωρίς να χάσει τα στοιχεία της προσωπικής του αισθητικής, δημιούργησε, τηρουμένων των αναλογιών μία ερωτική και πολιτική ταινία ταυτόχρονα. Και ναι, έχει voice over για την κρίση και το μεταναστευτικό, αρκετά λιτά και επιγραμματικά για να ταρακουνήσουν λίγο τον απολιτίκ θεατή, αλλά έχει την πιο σωστή, πιο σκληρή και πιο ανελέητη σκιαγράφηση φασίστα που ξεχειλίζει μίσος και αηδία, στον οποίο δεν αφήνει κανένα περιθώριο συμπάθειας, κανένα περιθώριο κατανόησης ούτε καν στην τελευταία σκηνή. Ο Μηνάς Χατζησάββας δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία στο συγκεκριμένο ρόλο, και είναι πραγματικά τραγική ειρωνία αυτός ο ρόλος να είναι ο τελευταίος του.
Τρεις ιστορίες λοιπόν, τρεις κεραυνοβόλοι έρωτες στην Αθήνα της κρίσης, οι οποίοι διέπονται από τον αρχαίο μύθο του Έρωτα και της Ψυχής, και που ενώνονται λίγο πριν το φινάλε. Προσωπικά βρήκα τον τρόπο σύνδεσης αναμενόμενο, αλλά κάτι πιο υπερβολικό ή και ανατρεπτικό ίσως και να με ενοχλούσε. Η πρώτη ιστορία “Boomerang” είναι η πιο έντονη, η πιο συναισθηματικά φορτισμένη. Περιγράφει έναν νεανικό έρωτα μεταξύ μιας 20χρονης φοιτήτριας κι ενός συνομίληκού της Σύριου πρόσφυγα, τόσο απόλυτο και απογειωτικό, ο οποίος όμως προσγειώνεται απότομα κάθε φορά που αλλάζει το πλάνο και η ιστορία στρέφεται στον πατέρα της κοπέλας, ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας φασίστας και μέλος τοπικής οργάνωσης που έχει βάλει στόχο να “καθαρίσει” τη χώρα από το μίασμα. Όπως είναι αναμενόμενο, ο συνδυασμός καταλήγει εκρηκτικός. Η δεύτερη ιστορία “Loseft 50mg”, στην οποία ο Παπακαλιάτης κρατάει τον ένα πρωταγωνιστικό ρόλο, είναι ίσως η πιο αδύναμη από τις τρεις. Εδώ ο πρωταγωνιστής, ο οποίος παίρνει συστηματικά αντικαταθληπτικά και είναι δυστυχισμένος με τη ζωή του, ερωτεύεται αιθέρια ύπαρξη εκ Σουηδίας, η οποία έχει έρθει στην Ελλάδα με σκοπό να μειώσει το προσωπικό της εταιρείας που εργάζεται. Αν και δε λείπουν τα cliche μιας ερωτικής ιστορίας του Παπακαλιάτη, ούτε τα ονειρεμένα πλάνα στην Πλάκα με jazz υπόκρουση, ο ρόλος του είναι πολύ λιγότερο αυτοαναφορικός και ναρκισσιστικός από το παρελθόν, ενώ το guest του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, είναι πραγματική γροθιά στο στομάχι. Για το τέλος, ο Χριστόφορος μας άφησε το “Second Chance”, ή τον J.K. Simmons και τη Μαρία Καβογιάννη να κλέβουν την παράσταση. Ένας Γερμανός συνταξιούχος, και μια ελληνίδα νοικοκυρά συναντιούνται κάθε βδομάδα στο super market, και παρά τη γλωσσική απόσταση, ερωτεύονται, κάνουν όνειρα και αναρωτιούνται αν όντως μπορεί να υπάρξει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή τους. Την αξία του J. K. Simmons δε χρειάζεται να την αναφέρω στην παρούσα κριτική, είναι απλά εξαιρετικός, όπως και η Μαρία Καβογιάννη, η οποία είναι από τις λίγες ηθοποιούς που περνάνε τόσο αβίαστα από την κωμική υπόσταση ενός ρόλου στην τραγική, δίνοντας μία ερμηνεία συγκλονιστική – όσοι την είχατε δει στη “Φουρκέτα”, μπορείτε να καταλάβετε τι εννοώ.
Όπως και στο “Αν”, έτσι και στο “Ένας άλλος κόσμος”, πάνω που νομίζεις πως οδεύεις στο happy end, σκάει από τη γωνία μια σκηνή οδοστρωτήρας και αναρωτιέσαι από που ήρθε και γιατί. Η συγκεκριμένη σκηνή προσωπικά, μου έφερε στο μυαλό τον επίλογο της Αντιγόνης, όπου ο Κρέοντας φωνάζει μετανιωμένος για τις πράξεις του, όμως πια δεν έχει μείνει κανείς να τον ακούσει. Όσο για το φινάλε, γλυκόπικρο όπως πάντα, όσο μπορεί να είναι μετά από ό,τι έχει προηγηθεί. Συνοψίζοντας λοιπόν, αν δεν σας αρέσει ο Παπακαλιάτης, θεωρώ πως αυτή η ταινία θα σας αρέσει. Αν είστε fan, θα σας ξενίσει. Αν θέλετε να δείτε παραμύθι, να πάτε στο “Star Wars”. Αλλά όσο κι αν μου έλειψε η λατέρνα, οι συνεχείς εικόνες στην όμορφη Αθήνα και οι πρωταγωνιστές που βιώνουν τον έρωτά τους και μόνο, οφείλω να πω πως αυτή τη φορά ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης μας έδειξε την καλύτερη και την ωριμότερη δουλειά του.