Υπάρχουν φορές που μια μπάντα σε κερδίζει από τις πρώτες πρώτες ακροάσεις. Χωρίς να χρειάζεται να ψαχτείς πολύ με τη μουσική της για να την υποστηρίξεις και με κάθε περαιτέρω ανάλυσή της να επιβεβαιώνεις την αρχική σου εντύπωση. Όντας επίσης και ακόλουθος του progressive metal, είναι ακόμα πιο ευχάριστο να ακούω κάτι που δεν ακολουθεί την – όπως έχει οριστεί από μεγάλα συγκροτήματα του χώρου – πεπατημένη οδό. Και η πορεία των Νορβηγών Leprous τους κατατάσσει σε περίοπτη θέση με βάση αυτά τα κριτήρια…
Η αλήθεια είναι ότι τους πήρε λίγο παραπάνω χρόνο ώστε να καταλήξουν σε ένα σταθερό σχήμα, από τη δημιουργία τους το 2001 έως και την κυκλοφορία του πρώτου δίσκου τους “Tall Poppy Syndrome” το 2009. Αρκετές αλλαγές στη σύνθεσή τους με σταθερές αξίες τους Einar Solberg (φωνή, keyboards) και Tor Oddmund Suhrke (κιθάρα), που ευτυχώς όμως δεν επέδρασαν αρνητικά στη διάθεση για δημιουργία. Δημιουργία που σίγουρα στη συνέχεια διαμορφώθηκε και από την επιλογή του διάσημου Ihsahn (Emperor) να τους ζητήσει να αποτελέσουν την live μπάντα του. Έχοντας και στενή σχέση ο Solberg με τον Ihsahn, με τον δεύτερο να έχει παντρευτεί την αδερφή του πρώτου, η επίδραση στη μουσική κατεύθυνση του Einar – και κατ’ επέκταση των Leprous – ήταν δεδομένη. Και η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν αρκετές σκοτεινές στιγμές στη μουσική των Νορβηγών, που προτάσσουν την ατμόσφαιρα των τραγουδιών πάνω από την τεχνική. Αυτή η σκοτεινιά και ο πολλές φορές πεσιμισμός, που είναι πιο εμφανής στις μετέπειτα κυκλοφορίες τους, σίγουρα δεν οφείλεται μόνο στο κλίμα της Νορβηγίας!
Η έναρξη της αναγνώρισης έγινε με τον επόμενο δίσκο, “Bilateral” (2011), όπου η μπάντα εμφανίστηκε να έχει κάνει πολλά βήματα μπροστά όσον αφορά τη διαφοροποίησή της από το μέσο prog metal υλικό και τη δημιουργία του προσωπικού της ήχου. Είναι λεπτή η γραμμή ανάμεσα στο να έχεις τον δικό σου ήχο και σε αυτό που παίζεις να αναμιγνύει πολλές επιρροές σε απλό ανακάτεμα. Έχοντας στο ενεργητικό τους σημαντικές ζωντανές εμφανίσεις όπως στα ProgPower USA και PorgPower Europe, αλλά και συμμετοχη στην περιοδεία των Therion τότε, οι Leprous αναγνώριζαν καλύτερα τις δυνάμεις τους και αυτό αποτυπώθηκε στο δίσκο του 2011, μέσα μάλιστα και από ένα πολύ προσεγμένο πακέτο με τη συνεργασία με τον σουρεαλιστή καλλιτέχνη Jeff Jordan και τον Ισπανό designer Ritxi Ostariz. Εδώ ακόμα πάντως η μουσική τους δεν είχε διαφοροποιηθεί τόσο όσο στη συνέχεια, με τα τραγούδια να είναι πιο πολύπλοκα, όπως ίσως θα περίμενε ένας οπαδός του prog. Με το τραγούδι “Thorn” απέδειξαν ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν και τη σκοτεινιά του Ihsahn, προχωρώντας περισσότερο στον δικό τους ήχο που φάνηκε πιο καθαρά στον επόμενο δίσκο…
Το 2013 λοιπόν κυκλοφόρησαν το “Coal”, αρκετά διαφορετικό από τον προκάτοχό του, χρησιμοποιώντας περισσότερο την επίδραση της ατμόσφαιρας στη μουσική τους, σε συνδυασμό με την πολύ ιδιαίτερη φωνή του Einar. Μεγάλα σε διάρκεια τραγούδια, κρατώντας ένα βαθμό πολυπλοκότητας και περνώντας μια πιο σκοτεινή χροιά στη μουσική τους, τους δείχνουν να βρίσκουν την ταυτότητά τους, συνεχίζοντας παράλληλα τη συνεργασία με τον Ihsahn. Όπως έχει παραδεχτεί και ο ίδιος ο Einar, του αρέσουν μπάντες όπως οι Massive Attack όσον αφορά τον τρόπο που γράφουν τα τραγούδια τους, και φάνηκε και σε αυτόν τον δίσκο με την χρησιμοποίηση επαναλαμβανόμενων μοτίβων μέσα στα κομμάτια. Το αποτέλεσμα ήταν ένα δίσκος του progressive χώρου, πολύ διαφορετικός από μπάντες που έχουν ορίσει τρόπον τινά το είδος όπως οι Dream Theater, οι Symphony X, οι Shadow Gallery ή ακόμα και οι Pain of Salvation με τους πειραματισμούς τους.
Σίγουρα σε αυτόν τον χώρο, η επανάληψη είναι κάτι το απευκταίο, προσπαθώντας όμως παράλληλα να κρατηθεί ο χαρακτήρας της κάθε μπάντας. Το πρώτο το απέφυγαν και το δεύτερο το κατάφεραν οι Leprous με τον επόμενο και πιο πρόσφατο δίσκο τους, “The Congregation”. Επήλθαν σημαντικές αλλαγές στη μπάντα, με την λήξη της συνεργασίας τους με τον Ihsahn από το 2014, αλλά και αλλαγές στο line-up, αφού αποχώρησε αρχικά ο drummer τους Tobias Ørnes Andersen για να αντικατασταθεί από τον ταλαντούχο Baard Kolstad, ενώ αργότερα μέσα στο 2015 αποχώρησε και ο μπασίστας Martin Skrebergene, με τον Simen Daniel Børven να εκτελεί χρέη session μουσικού. Πλέον το βάρος των τραγουδιών είχε πέσει ακόμα περισσότερο στον Einar ο οποίος αφοσιώθηκε στη σύνθεση, φτάνοντας να έχει ιδέες για σχεδόν 30 τραγούδια! Όπως δήλωσε και ο ίδιος σε συνέντευξή του, είναι προτιμότερο να πιέζεις τον εαυτό σου να γράφεις ακόμα και όταν θεωρείς ότι δεν έχεις έμπνευση, γιατί ποτέ δεν ξέρεις με τι υλικό θα καταλήξεις… Τα τραγούδια εν τέλει στα οποία κατέληξε ήταν μικρότερης διάρκειας από αυτά του “Coal”, χρησιμοποιώντας ακόμα περισσότερο την τεχνική των επαναλαμβανόμενων μοτίβων που τους προσέδωσε περισσότερη ατμόσφαιρα, σε συνδυασμό με την ακόμα πιο λυρική – σχεδόν θεατρική – ερμηνεία του. Εδώ παίζει αρκετό ρόλο και ο νέος drummer με την χρήση της έμμετρης διαμόρφωσης στον τρόπο παιξίματος του… Τα τραγούδια εμφανίζονται πιο απλά σε σχέση με τον προηγούμενο δίσκο, ταυτόχρονα όμως είναι άκρως αναγνωρίσιμα ως Leprous, ενισχύοντας το θέμα της ταυτότητας της μπάντας.
Ενόψει των εμφανίσεων των Leprous στην Ελλάδα, βεβαίως μας ενδιαφέρει και ο τρόπος μεταφοράς της μουσικής τους στη σκηνή. Και οι ίδιοι παραδέχονται ότι είναι δύσκολα τραγούδια, ειδικά αυτά του νέου δίσκου – προσωπικά θεωρώ πιο απαιτητικά αυτά του “Coal” – αλλά θέλουν επίσης να υπάρχει μια ολοκληρωμένη οπτικοακουστική εμπειρία, για να τη βιώσει το κοινό και με τα μάτια του εκτός από τα αυτιά του. Εγώ φυσικά να ευχηθώ σε όλους καλή απόλαυση στις συναυλίες και πραγματικά πιστεύω ότι αξίζει κάποιος να νιώσει τη εμπειρία της μουσικής τους και συναυλιακά… και αν δεν έχετε δώσει βάση στο υλικό τους μέχρι τώρα, να το πράξετε πάραυτα!