Το heavy/power metal στην Ελλάδα γνωρίζει μεγάλες δόξες εν έτει 2016, με μια από τις κυκλοφορίες που ξεχωρίζουν να είναι και το ντεμπούτο των The Silent Rage, με τίτλο “The Deadliest Scourge”. Μετά την αμείλικτη κριτική του δίσκου, κανονίσαμε και την ανάκριση του ιθύνοντα νου της μπάντας, τον Νίκο Σιγλίδη (κιθάρα), αναφερόμενοι σε όλα τα δεδομένα του δίσκου αλλά και της πορείας των The Silent Rage, μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια ύπαρξής τους. Βέβαια, η ανάκριση δεν ήταν και πολύ αυστηρή, όταν επίσης αναφέρεται σε παππούδες που στην οικογένεια που παίζουν γκάιντα ή στα στέκια της Γκιουμουρτζίνας (μιας και η συνέντευξη έλαβε χώρα στην ραδιοφωνική εκπομπή Metal Meltdown του γράφοντος)…
(Ξεκίνημα με το intro του δίσκου, “Signal Of War”)
Πασχάλης Κουτσογιάννης: Όπως ακούς έχω ρίξει το κάλεσμα…
Νίκος Σιγλίδης: Αυτό ακριβώς είναι, το σημάδι για την επικείμενη μάχη του δίσκου!
Π: Ένας δίσκος ντεμπούτο, που έρχεται 10 χρόνια μετά την δημιουργία της μπάντας, που σηματοδότησε το demo “Perished In Flames”, αλλά και τα 2 EP’s που έχετε κυκλοφορήσει. Πότε ηχογραφήθηκε το “The Deadliest Scourge”?
Ν: Με τις ηχογραφήσεις είχαμε μια ιδιαιτερότητα, καθώς ξεκινήσαμε στα τέλη του καλοκαιριού του 2014, σε χαλαρούς ρυθμούς είναι η αλήθεια, και μαζί με τη μίξη και το mastering διήρκησαν περίπου ένα χρόνο. Δεν υπήρχε όμως μια συνεχόμενη ροή, καθώς υπήρχαν διάφοροι λόγοι που μας τραβούσαν πίσω, πράγμα που μας έδωσε τη δυνατότητα να δουλέψουμε ακόμα περισσότερο το υλικό κατά το διάστημα αυτό. Θεωρούμε ότι δώσαμε τον καλύτερό μας εαυτό, συν την πολύ μεγάλη βοήθεια του Φώτη Benardo στον τομέα της παραγωγής, παίρνοντας μας ουσιαστικά ως μια μπάντα που ηχογραφούσε demos και μας έβγαλε στην επιφάνεια όλα τα στοιχεία που θέλαμε – και έχουμε – να δείξουμε. Θέλω να πιστεύω ότι φαίνεται η πολλή δουλειά που έχει γίνει στην παραγωγή…
Π: Ασφαλώς και φαίνεται, στον κάθε ακροατή πιστεύω! Οι συνθέσεις γράφτηκαν λίγο πριν μπείτε στο studio ή προϋπήρχαν, έστω ως ιδέες, από πιο παλιά?
Ν: Μόνο ένα κομμάτι από αυτά που περιλαμβάνονται στον δίσκο είναι παλαιότερο, το “Leading The Legions”, που έβαλες κιόλας πριν να βγούμε στον αέρα (σ.σ.: φυσικά και ήταν σκόπιμη η επιλογή του!). Αυτό λοιπόν είναι και το τραγούδι που υπάρχει από τις πρώτες κυκλοφορίες μας, με κάποιες διαφοροποιήσεις φυσικά. Για παράδειγμα, στην πρώτη του μορφή περιλάμβανε και πλήκτρα, ενώ στην επόμενη εμφάνισή του ήταν πιο κιθαριστικό. Εδώ το κάναμε να ακούγεται πιο μοντέρνο, πιο ταιριαστό εν έτει 2016. Τα υπόλοιπα τραγούδια αποτελούν συνθέσεις από το 2013 και μετά. Το άλλο κομμάτι που επανηχογραφήθηκε, εκτός του “Leading The Legions”, είναι το “Inner Scars” (σ.σ.: Bonus track της digipak έκδοσης, πρώτη εμφάνιση στο EP “Harvester of Souls” του 2011), του οποίου τον τίτλο είχε αρχικά κιόλας ο δίσκος για τον οποίο μιλάμε…
Π:…μια καλή τακτική, κατά τη γνώμη μου, ως ανταμοιβή αυτών που θα ασχοληθούν και με το χειροπιαστό του πράγματος, αγοράζοντας τη φυσική μορφή του δίσκου…
Ν: Ναι, θέλουμε να ανταμείψουμε τον κόσμο που θα πάει σε ένα δισκάδικο να ζητήσει το album μας ή θα έρθει στη συναυλία να πάρει κάτι από το merchandise μας… ένα είδος έμπρακτου «ευχαριστώ» προς αυτούς που θα ασχοληθούν μαζί μας.
Π: Για να πιάσουμε λίγο τον δίσκο συνθετικά, ποιοι είναι οι υπεύθυνοι για τα τραγούδια που ακούμε?
Ν: Τον βασικό κορμό των συνθέσεων τον έχω αναλάβει εγώ στη μπάντα, όσον αφορά τη μουσική. Στους στίχους παίζει μπάλα κυρίως ο Steve (Venardo, φωνή), συμμετέχοντας κι εγώ σε κάποια τραγούδια… αλλά και οι φωνητικές μελωδίες είναι ως επί το πλείστον δικές του. Αυτό δεν σημαίνει όμως πως και τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας, ο Σταύρος (Τσιλιβαράκος, μπάσο), ο Σταμάτης (Κατσαφάδος, drums) και ο Κώστας (Κρίκος, κιθάρα), δεν έχουν προσθέσει τον δικό τους ήχο και το δικό τους στίγμα. Απλά εγώ φέρνω τον κορμό των συνθέσεων και τον δουλεύουμε μαζί μετά.
Π: Μουσική πρώτα ή στίχοι για να ξεκινήσει ένα τραγούδι?
Ν: Κυρίως μουσική. Πάντα κάποιος γράφει μουσική και πολύ συχνά θα σκεφτώ για παράδειγμα κάποιο riff που θα μου αρέσει και θα το στείλω στους υπόλοιπους να μου πούνε την άποψή τους. Αν αρέσει σε όλους το προχωράμε, αν υπάρχουν αλλαγές τις κάνουμε πρώτες ή πάλι μπορεί να το αφήσουμε στην άκρη. Από κει και πέρα, αναλαμβάνει ο Steve τους στίχους ή ακόμα κι εγώ. Για παράδειγμα για το “Proselytize The Masses”, που ήταν και το πρώτο δείγμα από τον δίσκο, έγραφα παράλληλα τους στίχους και τη μουσική και ταίριαξαν οι φωνητικές μελωδίες ακριβώς, χωρίς να χρειαστούν αλλαγές. Αυτό βέβαια είναι ευχής έργον, το να μη χρειάζεται edit όλο το τραγούδι από την αρχή, αλλά δεν συμβαίνει και πάντα. Πάντως στον συγκεκριμένο δίσκο πετάξαμε πολύ λίγο υλικό, ελάχιστα riffs που δεν ταίριαζαν εν τέλει.
Π: Άρα δεν υπάρχει καθόλου υλικό που έμεινε έξω και να περιμένει για τον επόμενο δίσκο…
Ν: Όχι, leftovers δεν έχουμε και μας αρέσει αυτό! Ακόμα και αυτά που μπήκαν σε αυτόν τον δίσκο από προηγούμενες δουλειές, το ένα έγινε bonus track και το άλλο είναι το τραγούδι σήμα κατατεθέν από το ξεκίνημα, που όλοι θέλαμε να το έχουμε στο ντεμπούτο full-length. Από κει και πέρα ήδη γράφεται υλικό, δεν περιμένουμε… riffs γεννιούνται ανά πάσα στιγμή και έτσι αρχίζει και πάλι η ίδια συνθετική διαδικασία.
Π: Ο ήχος σκόπιμα πάει στο πιο βαρύ power, περισσότερο προς US και λιγότερο euro power? Ταιριάζει πιο πολύ και στο στυλ του Steve νομίζω…
Ν: Επιρροές σίγουρα έχουμε και μπορεί ο ακροατής να ακούσει κάτι γνώριμο στα τραγούδια. Φιλτράρονται όμως όλες μέσα από το δικό μας πρίσμα, γράφουμε τη μουσική μας και με γνώμονα τη φωνή του Steve, πάμε στο τελικό αποτέλεσμα. Τον εμπιστευόμαστε 200 – μη σου πω 1000 –τις εκατό και το αποτέλεσμα μας βγαίνει φυσικά, χωρίς να προσπαθούμε σκόπιμα να ακουστούμε κάπως. Ασφαλώς όμως πρώτα περνά από εμάς ως ακροατές, και αν μας αρέσει το κρατάμε, τόσο απλά.
Π: Δεν είχατε δηλαδή κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σας όταν γράφατε το υπέροχο κλείσιμο του δίσκου, το “Shadow Spirit”?
Ν: Αυτό το τραγούδι είναι μια αποκλειστική σύνθεση του Steve. Το είχε σαν μια unplugged έκδοση στο μυαλό του και μου το παρουσίασε. Η δική μου ιδέα ήταν να χρησιμοποιήσουμε τους guests που έχουμε στον δίσκο, στο συγκεκριμένο κομμάτι. Οπότε έχουμε τον Yossi Sassi που έπαιξε ούτι και τον Vladimir Reshetnikov των Arkona, που έπαιξε ισπανόφωνη γκάιντα και soplika (Ουκρανική φλογέρα). Να πω εδώ βέβαια, ότι η πρώτη μου σκέψη ήταν να χρησιμοποιηθεί ελληνική παραδοσιακή γκάιντα αλλά ήταν απλά θέμα συγκυριών. Το ηχόχρωμα αυτό πάντως το ήθελα σίγουρα, όντας Θρακιώτης και έχοντας και παππού γκαϊτατζή!
Π: Μιας και αναφερθήκαμε στους καλεσμένους, πώς έγινε η επαφή μαζί τους? Δικές σας επιλογές ή βοήθησε η εταιρία?
Ν: Οι συμφωνία με τους guests προϋπήρχε της συμφωνίας με την εταιρία για την κυκλοφορία. Με τον Yossi είχαμε γνωριστεί το 2007, στο Metal Healing Festival στη Δράμα, όπου εγώ τότε δούλευα στη διοργάνωση. Τον Vladimir απλά τον έψαξα και τον βρήκα, με συνοπτικές διαδικασίες. «Είμαστε αυτοί, το κομμάτι είναι αυτό, θέλουμε να εμφανιστείς σε αυτά τα σημεία, ενδιαφέρεσαι?»… και η απάντησή του ήταν «φυσικά!». Τον Apollo (Papathanasio,φωνή Spiritual Beggars) τον γνωρίζω αρκετό καιρό επίσης. Τον ρώτησα αν ενδιαφέρεται για το τραγούδι που θεωρούσα ότι του ταιριάζει (“Sin Of A Pilgrim”). Προς τιμήν του, του έστειλα το κομμάτι και σε μια εβδομάδα μέσα μας το έστειλε πίσω με όλα τα μέρη του έτοιμα. Ξέροντας ότι έχει βαρυφορτωμένο πρόγραμμα, τόσο με τη δουλειά του όσο και με τις κυκλοφορίες των Spiritual Beggars, τον προσωπικό του δίσκο και διάφορες άλλες guest συμμετοχές, δεν περίμενα ότι θα προλάβει… Κι όμως, όχι απλά το έκανε, αλλά ανέβασε το τραγούδι σε μια από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου πιστεύω.
Π: Πάνε 10 χρόνια από την έναρξη των The Silent Rage. Είπες ποτέ μέσα σε αυτό το διάστημα ότι δεν τραβάει και μάλλον είναι καλύτερα να το παρατήσεις και να προσπαθήσεις κάτι άλλο?
Ν: Υπάρχει ένα ρητό, που σχετίζεται κιόλας με τη Θράκη, και λέει «Ουκ Ελάττω Παραδώσω». Αυτό πιστεύω κι εγώ, δεν θα παραδώσω κάτι μικρότερο από αυτό με το οποίο άρχισα, δεν θέλω να σταματήσω. Αν κάποιος έχει στο μυαλό του να σταματήσει με την όποια δυσκολία, καλύτερα να μην ξεκινήσει καθόλου. Ποτέ δεν ήμουν “quitter” και η μπάντα προχωρούσε συνέχεια, με μικρά ή μεγάλα βήματα. Άλλωστε, ένα συγκρότημα, μπορείς να πεις ότι, είναι μικρογραφία και της ζωής, ρόδινα όλα δεν πρόκειται να είναι ποτέ. Και ως κομμάτι της ζωής, η μπάντα μπορεί να χρησιμοποιηθεί επίσης ως το μέσο έκφρασης συναισθημάτων που ίσως δεν μπορείς να προφέρεις με λόγια.
Π: Η θεματολογία λοιπόν, μουσικά αλλά και στιχουργικά – μιας και ασχολείσαι και με τους στίχους σε ένα βαθμό – έχει να κάνει με την επίδραση της καθημερινότητας στην ψυχοσύνθεσή σου?
Ν: Μια ποικιλία θα έλεγα περισσότερο… Τα “Proselytize The Masses” και “Between Harmony And Sorrow” για παράδειγμα είναι εμπνευσμένα από την σημερινή κατάσταση στον κόσμο, το “Stormwarrior” ανήκει στον κόσμο του φανταστικού, ακόμα και τα videogames έχουν τη θέση τους με 2 κομμάτια του δίσκου.
Π: Ακούγοντας τον δίσκο ολοκληρωμένο, θα ήθελες να αλλάξεις κάτι? Κάτι που ίσως να πεις ότι ακουγόταν διαφορετικό όταν το γράφατε και θα μπορούσε να αλλάξει τώρα?
Ν: Να σου πω την αλήθεια, δεν θα άλλαζα τίποτα, ούτε νότα. Είναι όλα όσα είχαμε στο κεφάλι μας για το αποτέλεσμα που θέλαμε να βγάλουμε κι ακόμα περισσότερα. Και πιστεύω τόσο πολύ στο αποτέλεσμα, που σκοπός είναι να παραμείνει ίδια η ομάδα και για τη συνέχεια, από την παραγωγή μέχρι και το artwork… ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει! Ειδικά για την παραγωγή, σίγουρα θα πορευτούμε ξανά με τον Φώτη, γιατί έχουμε δέσει και σαν χαρακτήρες, όντες φίλοι χρόνια τώρα.
Π: Μια πολύ δυνατή ομάδα όντως σας περιβάλλει, με άτομα που έχουν συνδέσει το όνομά τους με μεγάλες μπάντες… εγώ προσωπικά κόλλησα στους Shadow Gallery!
Ν: Ναι, ο Rainer Kalwitz που έκανε το λογότυπο εδώ και χρόνια… και ο Michal Karcz που ασχολήθηκε με το εξώφυλλο με τον νομά, φυσικά και έχει τα παράσημά του (βλ. Metal Church, VNV Nation).Μιας και ανέφερες πάντως τους Shadow Gallery, να εκφράσω κι εγώ τον θαυμασμό και την αγάπη μου για τη μπάντα, με την οποία είχαμε τη χαρά να εμφανιστούμε και μαζί!
Π: Μιλώντας για εμφανίσεις, τι έχετε κανονίσει για την προώθηση του δίσκου?
Ν: Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, στα πλάνα υπάρχει ένα mini-tour στον Ελλαδικό χώρο για τα τέλη Οκτώβρη, συν μια μεμονωμένη εμφάνιση στην Αθήνα, στα μέσα του Νοέμβρη. Εκείνη θα είναι κάτι σαν το release party του δίσκου. Θα θέλαμε φυσικά να το κάνουμε πιο νωρίς αλλά υπάρχουν θέματα, όπως ο στρατός (σ.σ.: ο Σταμάτης Κατσαφάδος εκτελεί τη στρατιωτική του θητεία). Προς το παρόν δεν έχουμε κλεισμένες μέρες και μέρη, αλλά όταν ολοκληρωθούν οι συζητήσεις θα ενημερώσουμε επακριβώς φυσικά. Το σίγουρο που μπορώ να πω είναι ότι μία από τις εμφανίσεις αυτές θα είναι στην Κέρκυρα…
Π: Μακριά μας πας…
Ν: Θα υπάρχει και δεύτερο σκέλος, μια ακόμα mini περιοδεία, στις αρχές του 2017, όπου θέλουμε να παίξουμε στο ευρύτερο Βορειοελλαδίτικο κομμάτι της χώρας. Κουβέντες που έχουν γίνει με μπάντες ώστε να στηθεί ένα line-up περιλαμβάνουν Αλεξανδρούπολη, Ξάνθη – Κομοτηνή επίσης θα ήθελα πολύ αν μπορεί να κανονιστεί – Θεσσαλονίκη και γενικά όπου μπορέσουμε. Για το εξωτερικό επίσης υπάρχουν διάφορες συζητήσεις αλλά τίποτα σίγουρο ακόμα.
Π: Διευρύνοντας λίγο την εικόνα και πηγαίνοντας στο power/heavy metal που περνάει μια περίοδο άνθισης φέτος στη χώρα μας απ’ ότι φαίνεται, με δίσκους από Sunburst, Innerwish, Marauder, Dark Nightmare… φαίνεται σε μένα ή όντως έτσι είναι?
Ν: Να σου πω, ίσως να έτυχε κιόλας που έπεσαν τόσες ωραίες κυκλοφορίες του χώρου μαζεμένες. Σίγουρα ισχύει πάντως και η αλήθεια είναι ότι εμείς οι power-άδες ήμασταν λίγο στο περιθώριο τα τελευταία χρόνια από τις κυκλοφορίες στον extreme χώρο! Καιρός ήταν να χαρεί περισσότερο και ο δικός μας χώρος, με δίσκους εξαιρετικούς που ανέφερες κι εσύ και να προσθέσω και τους Diviner!
Π: Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι μπορεί να ακούγεται cliché, αλλά πραγματικά δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν οι Ελληνικές αυτές δουλειές από τις αντίστοιχες του εξωτερικού… Ότι έρχεται από Σκανδιναβία ή Γερμανία δεν είναι αυτομάτως και καλύτερο, έτσι?
Ν: Πολύ σωστά! Ο Έλληνας φτάνει μερικές φορές σε σημεία να εμφανίζεται φοβικός η σκεπτικός ως προς την εγχώρια σκηνή… αν πάλι είσαι Ελληνική μπάντα αλλά έρθεις «εισαγόμενος» και παρουσιαστείς στο κοινό, θα έχεις καλύτερη αντιμετώπιση! Μπάντες όπως οι Rotting Christ, Firewind, Nightfall, είχαν πρώτα την αναγνωρισιμότητα στο εξωτερικό και μετά τους ανέβασε και εδώ ο κόσμος. Λίγα είναι τα παραδείγματα του αντιθέτου, όπως οι Planet Of Zeus που μου έρχονται στο μυαλό. Όντες δυστυχώς στο νοτιότερο άκρο της Ευρώπης, δεν έχουν οι Ελληνικές μπάντες την εύκολη πρόσβαση για περιοδείες και promotion που έχουν οι αντίστοιχες κεντροευρωπαϊκές ή οι Σκανδιναβικές, παρόλο που αξίζουν πολύ περισσότερο από αρκετές από αυτές.
Π: Με την εκτεταμένη χρήση του Internet και των torrents, μια μπάντα σαν τους The Silent Rage που βρίσκεται στην απομακρυσμένη δική μας περιοχή, όπως είπαμε, έχει να κερδίσει ή να χάσει?
Ν: Σίγουρα από τη μια χάνεις σε πωλήσεις, καθώς εσύ έχεις βάλει όλο το μισθό σου για να βγάλεις τη μουσική σου – γιατί, κακά τα ψέματα, δεν μπορεί να υπάρχει μεγάλη στήριξη από τις εταιρίες – και περιμένεις κυρίως από το merchandise των συναυλιών… από την άλλη, μπορεί να σε μάθει κάποιος στην Αυστραλία για παράδειγμα και να ενισχύσει, με όποιον τρόπο μπορεί, τη μπάντα, κάτι που γίνεται εφικτό μόνο με αυτό το μέσο.
Π: Να γίνω λίγο κακός για το Ελληνικό κοινό… νομίζω ότι οι ξένοι δείχνουν λίγο πιο έμπρακτα την στήριξή τους, αγοράζοντας το υλικό των συγκροτημάτων, περισσότερο από ότι οι Έλληνες στηρίζουν τις δικές μας μπάντες… όταν ειδικά αυτές αξίζουν περισσότερο.
Ν: Ισχύει σε γενικές γραμμές, αλλά πρέπει να σου πω το εξής παράδοξο στην περίπτωσή μας… Το album έχει κυκλοφορήσει εδώ και λίγο καιρό ψηφιακά μέσω του bandcamp μας και οι περισσότερες πωλήσεις εκεί είναι σε Έλληνες! Μάλλον οδηγούμαστε σε μια νέα τάξη πραγμάτων, όπου και ο Έλληνας θα μπει στη διαδικασία να αγοράσει σε ψηφιακή μορφή. Πάντως είχαμε και πωλήσεις στο εξωτερικό και κάποιοι εξεδήλωσαν την επιθυμία να αγοράσουν και τη φυσική μορφή του δίσκου όταν βγει σε λίγο καιρό.
Π: Αναμένουμε πάντως και τις ανακοινώσεις για τις συναυλίες, για να μπορέσουμε όλοι όσοι θέλουμε να ασχοληθούμε και με το merchandise!
Ν: Να σου πω, κι εμείς περιμένουμε τις συναυλίες, κυρίως για να πατήσουμε στο σανίδι και να παίξουμε! Αλλά φυσικά και θέλουμε να έρθουμε σε επαφή και με τον κόσμο… όποιος θέλει βέβαια, μπορεί να μας βρει στο site της μπάντας και στο bandcamp, αλλά και μέσω facebook, τόσο στα προσωπικά μας προφίλ, όσο και στη σελίδα των The Silent Rage.
Π: Κάτι διαφορετικό για το κλείσιμο… είσαι οπαδός του Chuck Norris??
Ν: Όχι, δεν οφείλεται εκεί το όνομα της μπάντας! (γέλια) Όταν βρισκόμασταν σε αναζήτηση ονόματος, η φράση “silent rage” με εξέφραζε πάρα πολύ, για διάφορους λόγους… σκεπτόμενοι λοιπόν πώς θα την ονομάσουμε, έπεσε αυτή η ιδέα στο τραπέζι. Αρχικά ήταν έτσι να ονομαζόμαστε, χωρίς το “The”, και μάλιστα είχαμε πάρει και μια σχετική έγκριση από τους Καλιφορνέζους hard rockers που είχαν το όνομα από παλιά, αλλά μετά από 6-7 μήνες λάβαμε ένα email από τη μπάντα που μας ζητούσε να αλλάξουμε το όνομα, αλλιώς ο manager τους θα υπέβαλε μήνυση! Και με τον συγκεκριμένο manager δεν είναι να μπλέκεις… πασίγνωστος με τη μπάντα του και επίσης πασίγνωστος για τη σχέση του με το χρήμα! Ευτυχώς η λύση ήταν εύκολη, απλά προσθέσαμε το The και μετά ήμασταν νομικά κατοχυρωμένοι. Βέβαια υπάρχει και η άλλη πλευρά, όπου πριν ακόμα αλλάξουμε το όνομα, ψάχναμε με νομικά μέσα μια μπάντα στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που χρησιμοποιούσε επίσης το όνομα Silent Rage και είχαν καταχραστεί ακόμα και τα λογότυπά μας!
Από κει και μετά, για το κλείσιμο της κουβέντας μιλήσαμε για τη σημασία του να σε «αναγκάζει» ένας δίσκος να πατήσεις το repeat, εξομολογούμενος εγώ ότι το έκανα πρώτα για το Shadow Spirit και έπειτα για τον υπόλοιπο δίσκο… όπως είπε ο Νίκος, είναι ένα πολύ ιδιαίτερο τραγούδι, αφιερωμένο στους ανθρώπους που έχει χάσει ο καθένας μας και μάλιστα με τον τρόπο που τους αρέσει να ακούγεται μια μπαλάντα. Όχι power ballad, όχι κάτι το παράξενο, αλλά μια κιθάρα, 2 εκλεκτοί καλεσμένοι και μια άψογη ερμηνεία…