“Αφού πήρα τον χρόνο μου και δημιούργησα το κατάλληλο σκηνικό, έβαλα να ακούσω το νέο, πολυαναμενόμενο άλμπουμ των Honeybadger, “Let There Be Light“. Κάνοντας προηγουμένως και ένα σύντομο πέρασμα από το προηγούμενο άλμπουμ τους, Pleasure Delayer (2020), μου ήταν ξεκάθαρο ότι έγιναν σημαντικές αλλαγές, συνολικά η μπάντα ελάφρυνε κάπως την ατμόσφαιρα του ήχου της.
Η κυκλοφορία αυτή σηματοδοτεί μια νέα εποχή για τους Αθηναίους rockers. Αν και η πρώτη ακρόαση ήταν κυρίως αναγνωριστική, μπορώ να πω ότι μουσικά με κέρδισαν απόλυτα. Με αγαπημένο κομμάτι του δίσκου το “The Joke is on me” – ακούγοντάς το αρκετές φορές τις επόμενες ημέρες – έβαλα τον δίσκο από την αρχή για να ξεκινήσω την ανάλυση του άλμπουμ.”
Η οργανική δουλειά των Honeybadger
στο ‘Let There Be Light‘ είναι στιβαρή και δυναμική. Η παραγωγή είναι εξαιρετική, καταφέρνοντας να δώσει όγκο στη βαρύτητα των κιθαριστικών riff, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει στη λεπτομέρεια του μπάσου και των drums να αναπνεύσει.
Όσον αφορά τα φωνητικά, η μπάντα κάνει μια ιδιαίτερη στιλιστική επιλογή. Ο τραγουδιστής διαθέτει μια τεχνικά ικανή φωνή, αλλά υιοθετεί μια laid-back και μελαγχολική προσέγγιση, με έμφαση στην καθαρή εκφορά, φλερτάροντας με alternative/indie γραμμές. Αυτή η αντίθεση, σε σχέση με τον επιθετικό stoner κορμό του δίσκου, είναι τόσο έντονη που σε σημεία σε κάνει να κοιτάξεις έντονα τα ηχεία, καθώς τραβάει την προσοχή και προσθέτει ένα απροσδόκητο, διαφορετικό επίπεδο στον ήχο της μπάντας

Η ακρόαση για τους Honeybadger ξεκινά με το “Before the Crash“, ένα κομμάτι που λειτουργεί ως πρόλογος του άλμπουμ. Μουσικά, πρόκειται για μια ιδιαίτερη σύνθεση που σε προϊδεάζει για τη απομάκρυνση από το ατόφιο stoner. Αντί για βαρύ, επαναλαμβανόμενο fuzz, κυριαρχούν πιο μελωδικά και Heavy Rock στοιχεία. Εδώ γίνεται άμεσα αισθητή και η επιλογή της παραγωγής: η φωνή είναι τοποθετημένη πολύ μπροστά στη μίξη, δίνοντας την αίσθηση ότι δεν είναι πλήρως ενσωματωμένη στο βαρύ ήχο. Πρόκειται για μια στιλιστική απόφαση που τονίζει τον ιδιαίτερο τόνο της ερμηνείας.
Ο δίσκος αποκτά αμέσως ένταση και groove με το δεύτερο κομμάτι, το οποίο σου βγάζει πολύ έντονα Clutch vibes. Mπάσο και τύμπανα έχουν ένα σταθερό και groove-άτο ρυθμό, χτίζοντας μια στέρεη βάση για την κιθαριστική δουλειά.
Το riffing εδώ είναι εξαιρετικά δομημένο: κοφτά riffs στο verse δημιουργούν μια αίσθηση έντασης και περιορισμού, ενώ στο refrain μεταβαίνουν σε πιο ανοιχτά και γεμάτα. Ο ρόλος της δεύτερης κιθάρας είναι καθοριστικός, καθώς διπλασιάζει το riff στο verse για όγκο και αναλαμβάνει lead μελωδίες στο refrain. Το τρίτο κομμάτι έρχεται για να εδραιώσει τη βαρύτητα του δίσκου. Εδώ, η μπασογραμμή είναι βαριά και fuzz-άτη ενώ τα drums ακολουθούν μια απλή, αλλά πολύ ρυθμική προσέγγιση. Το κομμάτι χτίζει μια “βρώμικη” ατμόσφαιρα που τιμά τον τίτλο του κομματιού.
Ωστόσο εδώ θα περίμενα λίγο γρέζι στη φωνή και ένα διαφορετικό ρεφρέν καθώς όλο το υπόλοιπο κομμάτι είχε βάλει τις βάσεις για ένα πολύ δυνατό κομμάτι.
Το τέταρτο κομμάτι λειτουργεί ως το μελωδικό break του δίσκου, σηματοδοτώντας μια πρώτη αλλαγή διάθεσης. Δύο εξαιρετικά riffs (ένα στο verse, ένα στο refrain), τα οποία είναι λιγότερο επιθετικά και περισσότερο μελωδικά σε συνδυασμό με το μπάσο και τα drums που κρατούν μια απλή, σταθερή γραμμή χωρίς ιδιαίτερες εξάρσεις, επιτρέπουν στις κιθάρες και τα φωνητικά να πρωταγωνιστήσουν.
Εδώ, η φωνητική προσέγγιση λειτουργεί ιδιαίτερα καλά. Αποδεικνύοντας ότι το laid-back στιλ ταιριάζει ιδανικά σε πιο μελωδικά πλαίσια, ενσωματώνοντας πλέον αρμονικά το Alternative στοιχείο της μπάντας.
Η αγριότητα και η δυναμική επιστρέφουν με το “Diamonds“, το οποίο διαθέτει ένα άγριο και heavy intro, μετά τη μελωδική ανάπαυλα του “The Green“. Η μπάντα επιστρέφει εδώ σε πιο straight-forward stoner φόρμες.

Και έρχεται η ώρα, κατά τη γνώμη μου, για το κορυφαίο σημείο του δίσκου. Το “The Joke is on me” ξεκινά με ένα πολύ ωραίο και γκρουβάτο riff, ενώ το refrain περιλαμβάνει ένα πολύ καλά δομημένο μικρό break down, που προσδίδει ρυθμική πολυπλοκότητα. Με ριφάρες να συνοδεύουν τη φωνή, δημιουργούνται σχεδόν 4 λεπτά απόλυτης απόλαυσης.
Το σόλο του κομματιού δένει απόλυτα, χωρίς να επικαλύπτει το υπόλοιπο τραγούδι. Είναι μελωδικό και ταιριάζει απόλυτα στη διάθεση, προσδίδοντας την απαραίτητη ένταση πριν την τελική πτώση.
Συμπέρασμα: Αν το αστείο είναι πάνω τους (The Joke is on them) για το πόσο καλό κομμάτι έγραψαν, τότε σίγουρα είναι ένα αστείο που θα το ευχαριστηθούμε όλοι!
Ώρα να πέσουν οι ρυθμοί με το “Empty-handed“. Το συναίσθημα ότι “έπεσες” ξαφνικά που σου προκαλεί η εισαγωγή, φεύγει στη συνέχεια του τραγουδιού, ειδικά στο τελείωμά του. Εδώ έχουμε και μια μικρή επίδειξη του τι μπορούν να κάνουν τα φωνητικά σε πιο εσωστρεφείς και καθαρές στιγμές, όπου βρίσκει τον χώρο του.
Το άλμπουμ
κλείνει με το ομώνυμο “Let there be Light“. Ένα αρκετά χαλαρό κομμάτι στα verse του, αλλά με έντονο δυναμισμό στα refrain του και ένα ιδιαίτερο break down, το οποίο δίνει έναν επικό επίλογο, κλείνοντας τη θεματική πορεία από το χάος προς τη φώτιση.
Με 8 κομμάτια είναι ένας δίσκος που σου βγάζει έντονα το πιο νεοφερμένο stoner στοιχείο, με μια πάρα πολύ καλή παραγωγή. Σίγουρα έχει σημεία που, σε προσωπικό επίπεδο, θα ήθελα να είναι διαφορετικά. Αν αρκούν όμως αυτά να σταθούν εμπόδιο στο να μην μπουν οι Honeybadger στη playlist μου; Σίγουρα όχι. Η μπάντα έχει εξαιρετικά riffs και μια ροή που δεν σε αφήνει να νιώσεις ότι ακούς την ίδια μελωδία σε όλη τη διάρκεια.
Αναμένουμε λοιπόν το επόμενο τους project ελπίζοντας σε ένα συνδυασμό των φωνητικών του τωρινού δίσκου με τον προηγούμενο.
Ακολουθήστε
τους Honeybadger στα social media για περισσότερα νέα και επερχόμενες εμφανίσεις!




