«Ιn Piraeus it is cloudy, and in Athens it is raining…». Τεντώνω τα αυτιά μου για να σιγουρευτώ πως όντως άκουσα καλά. Προσπαθώ να βεβαιωθώ πως ο Martyn Jacques πραγματικά τραγουδάει αυτό που νομίζω πως τραγουδάει. Δεν έχω κάνει λάθος. Σάββατο βράδυ, μέσα σε ένα κατάμεστο Fuzz, οι The Τiger Lillies με το δικό τους ιδιότυπο ύφος τραγουδάνε –στα αγγλικά- στίχους από λαϊκά (ή ρεμπέτικα αν θέλετε) κομμάτια.
«Πήραμε μερικά ρεμπέτικα, τα δουλέψαμε και γράψαμε νέα κομμάτια από την αρχή. Δεν νομίζω πως θα αναγνωρίσετε τα περισσότερα από αυτά μέσα στα νέα τραγούδια, αλλά ελπίζω ότι η αρχική αίσθηση και το συναίσθημα θα παραμένει ακόμη εκεί» είχε δηλώσει πριν λίγες μέρες ο frontman των λονδρέζων για αυτά τα νέα κομμάτια που είχε υποσχεθεί πως θα παρουσιάσει και live στην συναυλία της 25ης Ιανουαρίου και πραγματικά η περιγραφή του ήταν απόλυτα ακριβής. Το συναίσθημα ήταν όντως εκεί. Γεμίσε το Fuzz μαζί με το πλήθος κόσμου που έσπευσε να παρακολουθήσει ξανά τους «νονούς του avant-garde καμπαρέ» και να γιορτάσει μαζί τους την συμπλήρωση 30 χρόνων διαδρομής, η οποία πολλές φορές τους έφερε από τα μέρη μας.
Δεν ξέρω πόσα από αυτά τα νέα κομμάτια, τα οποία αντλούν την έμπνευση τους από τα ρεμπέτικα, ακούστηκαν. Πέρα από το εύκολο «Στον Πειραιά Συννέφιασε και στην Αθήνα Βρέχει…», εντόπισα και την ιδιαίτερη διασκευή στο «Το σβηστό φανάρι» ενώ θα ορκιζόμουν πως κάποια στιγμή άκουσα την φράση «Cloudy Sunday».
Κατά τα άλλα, οι κ.κ. Martyn Jacques, Αdrian Stout και Jonas Golland μας ταξίδεψαν για δυο περίπου ώρες στον αλλόκοτο αλλά μαγικό κόσμο τους, με ιστορίες για πόρνες, φρικιά, ναρκωτικά, ποτά, φόνους και έρωτες που μόνο ευτυχή κατάληξη δεν είχαν. Με όπλα τους το μαύρο χιούμορ, την σχεδόν «καστράτο» φωνή του Jacques, την αύρα των καμπαρέ του προπολεμικού Βερολίνου, την ωμότητα του punk, την ορμή της τσιγγάνικης μουσικής και την θεατρικότητα των καλλιτεχνών του δρόμου, οι 3 θλιμμένοι κλόουν μας έκαναν να τραγουδάμε, να χειροκροτούμε και -τους πιο εκδηλωτικούς-ες- κάποιες στιγμές να χορεύουν.
Ο Golland στη ντράμς κράταγε τον ρυθμό ενώ ο Stout έδινε το σύνθημα στο κοινό να τραγουδήσει δυνατά. Ειδικά στο Drugs, όπου το –πολύ απλό- ρεφρέν του έγινε στο σύνθημα στο στόμα όλων των παρευρισκόμενων. Ο δε Jacques με την ξεχωριστή φωνή και χροιά του μας τραγούδησε τις περίεργες μεθυσμένες και σκοτεινές ιστορίες του άλλοτε παίζοντας ακορντεόν και άλλοτε καθισμένος στο πιάνο του. Κάποιες δε φόρες τις συντρόφευσε με αυτό το περίεργο «μπαγλαμαδάκι», που περιέγραψε σαν «homemade ukulele».
Μας τραγούδησε για ανθρώπους που έχουν επιλέξει να κινούνται μέσα στην νύχτα, μας θύμισε το «Somewhere Over the Rainbow» από τον Μάγο του Όζ ενώ δεν παρέλειψε να μας υπογραμμίσει πως –όπως έγραψε ο Shakespeare στην Τρικυμία- «η κόλαση είναι άδεια και όλοι οι δαίμονες είναι εδώ» (Hell is empty and all the devils are here). Για να μην υπάρξει, μάλιστα, κάποια παρανόηση με μια χαρακτηριστική κίνηση του δείκτη του μας έκανε ξεκάθαρο που εντοπίζεται το εδώ: στο μυαλό μας…
Το encore αφέθηκε στις ορέξεις και προτιμήσεις του κοινού. Μέσα από τις διάφορες φωνές που ακούστηκαν τελικά ξεχώρισαν τα άκρως up-tempo Gypsy Lament και Βully Boys, που ξεσήκωσαν με την ενέργεια τους και στον κόσμο. Ο τελικός αποχαιρετισμός όμως ήταν άκρως μελαγχολικός, σκοτεινός και απόμακρος. To «Μaria» από το Bad Blood + Blasphemy δεν έχει γραφτεί για να προκαλεί χαμόγελα.
Κι όμως…
Όλοι βγήκαμε από το Fuzz με μια περίεργη λάμψη στα μάτια…
photos : Ιωάννα Γκόγκου